-
1 привод
тех. η μετάδοση της κίνησηςο μηχανισμός κίνησηςшкафчик дистанционного - а системы С02 το κιβώτιο του μηχανισμού κίνησης εξ' αποστάσεως του δικτύου С02гидравлический подъёмный - крышки светового люка ο υδραυλικός μηχανισμός ανύψωσης σπιραγίουдистанционный - главного пускового клапана ο μηχανισμός κίνησης εξ αποστάσεως της κύριας βαλβίδας εκκίνησηςдистанционный - пусковых баллонов ο μηχανισμός κίνησης εξ' αποστάσεως των δοχείων εκκίνησηςподъёмный - крушки светового люка ο μηχανισμός ανύψωσης των πωμάτων του σπιράγιουрулевой - του πηδαλίου/τιμονιούРусско-греческий словарь научных и технических терминов > привод
-
2 грейфер
(грузозахватное приспособление) η αρπάγ/η, η δαγκάναРусско-греческий словарь научных и технических терминов > грейфер
-
3 дроссель
1. (двс) η τροφοδοτική βαλβίδα 2. (эл., рад) το πηνίο με χαμηλή αντίσταση высокочастотный - υψηλής συχνότητας, помехоподавля-ющий - μείωσης των παρασίτων 3. мех. η πλάκα του στομίου της εκροής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дроссель
-
4 клапан
1. тех. η βαλβίδα, το επιστόμιοатмосферный (тепл.) - ατμοσφαιρική -быстродействующий - γρήγορης/άμεσης λειτουργίαςбыстрозакрывающийся - γρήγορου/άμεσου κλεισίματοςбыстрооткрыва-ющийся - γρήγορου/άμεσου ανοίγματοςвыхлопной - καυσαερίων/εξάτμισης- д.в.с выхлопной - εξαγωγής καυσαερίων της μηχανής εσωτερικής καύσεως (ΜΕΚ)- αέροςзабортный мор. - θαλάσσηςмногоходовой - πολλών ροών/διαδρόμωνнагнетательный - κατάθλιψης, καταθλιπτική -отливной - εξαγωγής/εκροήςперепускной - см. перегрузочныйпитательный - παροχής/τροφοδοτησηςрегулировочный - ελέγχου/χειρισμούредукционный - μείωσης της πίεσης, ο μειωτήραςсекущий - απομόνωσης, - слива топлива ав. - εκροής καυσίμωνстопорный - διακοπής/ασφάλισης, тарельчатый - δισκοειδής -тормозной - φρένου/πέδης2. муз. τοκλειδί (μουσικού οργάνου) 3. анат. η βαλβίδαдвустворчатый - см. митральный -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > клапан
-
5 молот
η σφύρα, το σφυρίРусско-греческий словарь научных и технических терминов > молот
-
6 радиус
1. (мат, тех.) η ακτίνα- гидравлический - υδραυλική -, η σχέση εμβαδού εγκάρσιας τομής της ροής προς την περίμετρο επαφήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > радиус
-
7 тормоз
тех. η πέδητο φρένοвоздушный - η αεροπέδη, το αερόφρενοножной - το ποδόφρενο, ο ποδομοχλός πέδησης- αέροςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > тормоз
-
8 таракан
зоол. η κανθαρίς, η βλάττη, разг. η κατσαρίδα. таран 1. мех. о κριός 2. (ист)(стенобитное орудие) о πολιορκητικόςκριός 3. (мор., ист.) το έμβολο (της πρώρας)4.(мор., ав.) η εμβολή, ο εμβολισμός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > таракан
-
9 шарнир
η άρθρωση, ο μεντεσές (ξεν.) вертикальный - ав. κάθετη -горизонтальный - ав. οριζόντια -осевой - ав. αξονική -продольный - ав. διαμήκης -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > шарнир
-
10 таран
таранм1. ист. ὁ κριός, ἡ πολιορκητική μηχανή·2. мор. (часть боевого судна) τό Εμβολο·3. (действие) ἡ ἐμβολή:идти́ на \таран ἐπιτίθεμαι μέ ἐμβολή, κτυπώ μέ ἐμβολή· ◊ гидравлический \таран тех. ὑδραυλική ἀνυψωτική μηχανή. -
11 таран
-а α.1. ο κριός (παλαιά πολιορκητική μηχανή).2. έμβολο πλοίου καθώς και κάθε αιχμηρό όργανο διάτρησης..3. πλήγμα, χτύπημα.4. (στρατ.) σφήνα.εκφρ.гидравлический таран – υδραυλική εγκατάσταση ανύψωσης νερού.